μανάλι

μανάλι
το см. μανουάλι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μανάλι" в других словарях:

  • μανάλι — μανάλι, το και μανουάλι, το (λ. λατ.), μεγάλο κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις εκκλησίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανάλι — το (Μ μανάλι) βλ. μανουάλι …   Dictionary of Greek

  • μανουάλι — και μανάλι, το (Μ μανουάλιον και μανουάλιν και μανουάλι και μανάλι) ψηλό και μεγάλο μεταλλικό κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις χριστιανικές εκκλησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manuale (candelabrum) «χειροπληθές κηροπήγιο», μεγάλο, επιβλητικό… …   Dictionary of Greek

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • μανουάλι — το το μανάλι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»